πρωτοευνούχος

πρωτοευνούχος
ο / πρωτοευνοῡχος, ΝΜ, και πρωτευνοῡχος Μ
(στο Βυζ.) ο προϊστάμενος τών ευνούχων τού βασιλικού γυναικωνίτη
νεοελλ.
(στους Τούρκους) αρχηγός τών ευνούχων τών σουλτανικών ανακτόρων, ο κισλαραγάς ή κιζλάρ-αγάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”