- πρωτοευνούχος
- ο / πρωτοευνοῡχος, ΝΜ, και πρωτευνοῡχος Μ(στο Βυζ.) ο προϊστάμενος τών ευνούχων τού βασιλικού γυναικωνίτηνεοελλ.(στους Τούρκους) αρχηγός τών ευνούχων τών σουλτανικών ανακτόρων, ο κισλαραγάς ή κιζλάρ-αγάς.
Dictionary of Greek. 2013.